στρατολογῶ

στρατολογῶ
στρατολογέω
levy an army
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
στρατολογέω
levy an army
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρατολογώ — στρατολογῶ, έω, ΝΜΑ συγκεντρώνω και κατατάσσω στρατευσίμους στον στρατό νεοελλ. μτφ. (συν. με αρνητική σημ.) προσελκύω συνεργάτες ή οπαδούς σε μια πολιτική ή κοινωνική οργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + λογώ* (πρβλ. σταχυο λογώ)] …   Dictionary of Greek

  • στρατολογώ — στρατολογώ, στρατολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρατολογώ — στρατολόγησα, στρατολογήθηκα, στρατολογημένος 1. συγκεντρώνω στρατεύσιμους, κατατάσσω στο στρατό: Στρατολόγησε υποχρεωτικά όλους όσους μπορούσαν να πάρουν όπλα. 2. συγκεντρώνω οπαδούς, συνεργούς κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατολογία — η, ΝΜΑ [στρατολογῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό νεοελλ. 1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών… …   Dictionary of Greek

  • στρατολογίζω — Μ στρατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατολογῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • υποξενολογώ — έω, Α στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες σε περιορισμένη κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξενολογῶ «στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες»] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • ανδρολογώ — ἀνδρολογῶ (Α) συλλέγω άνδρες, στρατολογώ …   Dictionary of Greek

  • αποξενολογώ — ἀποξενολογῶ ( έω) (Α) στρατολογώ ξένους μισθοφόρους …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”